- δικάτοπτρος
- -ο(για γωνιομετρικά όργανα) αυτός που έχει δύο κάτοπτρα, τα οποία μεταφέρουν το είδωλο τού παρατηρούμενου αντικειμένου με διπλή ανάκλαση στη διόπτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].
Dictionary of Greek. 2013.